- ποικίλσεις
- ποίκιλσιςfem nom/voc pl (attic epic)ποίκιλσιςfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποίκιλση — η / ποίκιλσις, ίλσεως, ΝΑ [ποικίλλω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποικίλλω, η διακόσμηση με ποικίλματα, κεντήματα, το πλούμισμα αρχ. ποικίλη διαμόρφωση («νομίσαντα προς πάντα εἶναι χρησίμους τὰς τῶν ἀριθμῶν διανομὰς καὶ ποικίλσεις»,… … Dictionary of Greek
κρότων — I (Croton). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιιδών. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειοσπέρμων με 1.200 είδη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτών, ιθαγενών της δυτικής και Νότιας Αμερικής με κατ’ εναλλαγή φύλλα και άνθη κατά… … Dictionary of Greek